- πλακίτις
- -ιδος, ἡ, Αβλ. πλακίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλακῖτις — flat fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακίτης — και δωρ. τ. πλακίτας, ὁ, θηλ. πλακῑτις, ιδος Α 1. φρ. «πλακίτας ἄρτος» είδος πλακούντα, πίτας 2. το θηλ. α) είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο τών ματιών, καδμεία* β) είδος στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. ίτης (πρβλ. πιτυρ… … Dictionary of Greek
πλακωτή — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Σουλίου, του νομού Θεσπρωτίας. * * * ἡ, Α [πλακώ] είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο για τα μάτια, πλακῑτις* … Dictionary of Greek
πλακίτιδος — πλακί̱τιδος , πλακῖτις flat fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)